ξεκουνώ

ξεκουνώ
-άω
1. σείω, κουνώ, ταρακουνώ ή μετακινώ κάτι («χαράκι αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνειε», δημ. τραγούδι)
2. κινούμαι, κουνιέμαι («δυο δόντια τού εβγήκασι και τ' άλλα ξεκουνήσαν», Ερωτόκρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”